Τρυφερό το δάκρυ κύλησε
από του κοριτσιού το μάγουλο στη γη
το σπόρο που έφτυσε, με πάταγο
το αγόρι, να δροσίσει
να εκπλαγει ο σπόρος και να ανοίξει
να κάνει ρίζες να απλωθεί
δεντρο να γίνει όμορφο,
μηλίτσα στην αρχή της,
αγνό δεντρί,
σ' ανάλαφρη χαρά,
τίποτα να μην ξέρει
για το μέλλον,
μακρια να ζει από την πρώτη αμαρτία,
ποτέ στην ενοχή πως ήταν η αιτία,
τα χέρια μας να ντρέπονται,
γυμνο κορμί, σαν αγκαλιάζουν.
ΜάρΩ ΓαλάνΗ
Μήλο μου κόκκινο, ρόιδο βαμμένο
γιατί με μάρανες τον πικραμένο
παένω κ’ έρχομαι μα δεν σε βρίσκω
βρίσκω την πόρτα σου μανταλωμένη
τα παραθύρια σου φεγγοβολούνε
Ρωτώ την πόρτα σου, που πάει η κυρά σου
κυρά μ’ δεν είναι ‘δώ, πάησε στην βρύση
Πάησε να βρει νερό και να γεμίσει
παραδοσιακό τραγούδι