Η Προσευχή της ή αυτό που εμείς, αλλιώς το λέμε δάκρυ και Πάτερ ημών.
Γυρεύει την συνενοχή και μπαίνει στο παιχνίδι να ανακαλύψει την αγκαλιά. Να ξαναβρεί τον Θεό - Πατέρα.
Με ανοιχτά, περήφανα τα μάτια, κι όλο το δάσος να σαλεύει ακόμη πάνω στον ακηλίδωτο αμφιβληστροειδή ρωτάει. «Λίγο πιο κάτω από το δέρμα, η κυανωπή γραμμή του ορίζοντα έντονα χρωματισμένη και άφθονα ίχνη γλαυκού μέσα στο αίμα», κι άλλα τέτοια, φτάνουν για απάντηση.
Το μόνο που κατανοεί είναι το κατ' εικόναν και καθ' ομοίωσιν, τα όμοια βλέπεις, ευκολότερα αγαπιούνται. Το σώμα Του είναι σώμα της. Δεν προλαβαίνει. Κανόνας ζωής να απομακρυνθεί να μην ακούσει. Λόγια μεγάλων. Αργότερα. Όταν θα είναι αργά. Αιδώς! Χόρευε μαζί μου μικρό βιολοvτσέλο, πάνω στη μενεξελιά μαγεμένη χλόη, τις νύχτες με ολόγιομο φεγγάρι, χόρευε μαζί μου μικρούλα νότα της μουσικής. Μάλλον η κακή πρόθεση σκορπίζει και σπέρνει αστέρια για να κρυφτεί στη λάμψη τους.
Με ραβδοσκόπου αγωνία το κορίτσι θα ξαναρωτήσει. Και καμιά ρυτίδα ή τύψη. Η ηχώ μόνον Σταυ- ρού- λαααα! Ελ-ληηηη!. Γυναικείες συμβουλές αν σας παραμελεί ο σύζυγος, ο ουράνιος Δεσπότης έχει ανάγκη από ένα σύνταγμα...
Κι από τις τόσες φορές που ξαγρύπνησε θα έρθει η ποιήτρια. Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ του ουρανού καταστραμμένη. Ζαχαρωμένη από λύσσα θα της δείξει το χορό της χαοσύνης, θα της δείξει να χορεύει το άσπρο χιόνι. Η Joyce θα γίνει λόγος αφήγησης της ζωής τριών γυναικών!
Τρεις πιθανές εκδοχές μιας φύσης γυναικείας, ανθρώπινης. Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη και οι τρεις.
Η Λου συναντά τον Ρίλκε. Ήλιος, νέος, αγίνωτος ακόμη. Να πιούμε λέει αυτός το χυμό των χρόνων της οδύνης. Κι εκείνη έλαμπε απαράλλαχτη και ανεστραμμένη έλεγες τολμούσε να απαλλαχτεί από την ανάγκη για αποδέσμευση. Μα ταλαντεύεται ανάμεσα στον παράφορο έρωτα και τη θωράκιση. Κει τους απάλλαξε ο καιρός. Και μονάχη! «Λοιπόν αυτός που γύρευα είμαι. Που μ' έβλεπε να περπατώ, μέσα στον κόσμο αυτόν, χωρίς θεούς». Ο έρωτας είναι γι' αυτήν ένα προμελετημένο πνευματικό παιχνίδι.
Και τα πουλιά; ρωτάει το κορίτσι. «Κι απ' τα πουλιά, το μόνο που μ' αφήκαν το σπουργίτη» της απαντά η Εντίθ! «Τα λευκά της μοναξιάς μου μόρια, πάνω από τη σκουριά του κόσμου στροβιλίζονται». Κι ύστερα τραγουδά μόνο για Αυτόν. Ισορροπεί σε έναν ουρανό πατικωμένο. Από παιδί επιλέγει την εκούσια τυφλότητα. Να μη βλέπει. Η πίκρα στη ματιά της, από τη συνάντηση με τα πελώρια μάτια της παλιάς Ιερόδουλου, παίρνει την όψη του άστρου, μόνον όσο βαστάει η καθαρότητα του έρωτα. Κι αυτός πάντα βιάζεται. Φεύγει γρήγoρα. Κι η Εντίθ τραγουδάει η καρδιά μου με τα γενναιόδωρα όνειρα ζει ακόμη. Το λυτρωτικό της τραγούδι διακόπτεται βίαια. Κατάμονη με το μαράζι του έρωτα και τη βοή του ανέμου θα κυλάει.
«Και γυμνή ν' ανέβει το ρεύμα του Καιρού η Γυναίκα» ζητάει το κορίτσι. Κι η Αναίς κυλάει παθιασμένη για τον έρωτα. Τα βίτσια των αντρών είναι η επικράτειά της. Υποτάσσεται σωματικά στον Χένρι. Πάρε με, λέει, σαν όμηρο, ωσάν λαμπάδα. «Ωσάν δάγκωμα σε φύλλο ουρανίσκου ευκάλυπτου, η άγια των ηδονών ημέρα να μυρίσει».
Και η αγνότητα; ρωτάει το κορίτσι. Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου ράχη - ράχη. Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν' αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμενα. Δυο νεαρές γυναίκες Έντιθ και Μομόν ή Αναίς και Τζουν, ίσως Μαρίνα και Δάφνη, αγνές και ανεπηρέαστες συναντιούνται μπρος της, δεν έχουν τι να κρύψουν, σε μια τρυφερή παιχνιδιάρικη σχέση. Κι ήταν αυτό η αγνότητα.
Με ραβδοσκόπου χαρά το κορίτσι θα δει το στρώσιμο του τραπεζιού. Φροντίδα και καθαρότητα απίστευτη, αφήνει σε μέγα βάθος μέσα στη γυναίκα το αληθινό τοπίο να φανεί. Μια γυναίκα τρώει το ομορφότερο δώρο της ζωής. Θα πάρει μόνο του το βλέμμα το κορίτσι. Μόνο στην ακοή του θα φτάσουν τύψεις για τον ουρανό: μην τρώτε του καλοκαιριού τα κόκκινα λουλούδια γιατί το αίμα τους είναι παιδιών εσταυρωμένων αίμα.
Γυναίκες! Όλες! «Δόκτωρ Μπρόιερ, είμαι λαίμαργη και επιθυμώ περισσότερο από το χρόνο σας. Μπορώ να περπατήσω μαζί σας ως το ξενοδοχείο»; Η πτώση των γυναικών κει που με μιας τις έριξε το ασάλευτο και το κορίτσι σχεδόν γυναίκα, αναστρέφοντας το ρέμα του νερού τότε που φυγοδικούν οι ερωτευμένοι με την παλάμη του στα μάτια, αναιρεί τα βήματά του.
Αγκαλιές που δε δύνανται να κρατήσουν. Η νύχτα. Το 'να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν' αρπαχτεί απ' το μέλλον, τ' άλλο κάτω από την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι. Ο κύκλος χαμογελά σαν όχι ήλιος. Σαν πλαίσιο, κάδρο αεροφωτογραφίας χαμογελά.
Μικρή γυναίκα πια το κορίτσι αντέχει να δει. Κι η Λου στρέφοντας το πρόσωπο μέσα στο φως ξανά το αντίκριζε να την ατενίζει. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα.
Τα χέρια της ήταν ωραία. Να βλέπεις, είπε στο κορίτσι - γυναίκα πια. Να βλέπεις. Να μην παρατηράς ποτέ σου.
Αλλιώς ωραία!
Μάρω Γαλάνη