Ο ύπνος σε τύλιξε, σαν ένα δέντρο, με πράσινα φύλλα,
ανάσαινες, σαν ένα δέντρο, μέσα στο ήσυχο φως,
μέσα στη διάφανη πηγή κοίταξα τη μορφή σου
κλεισμένα βλέφαρα και τα ματόκλαδα χάραζαν το νερό.
Τα δάχτυλά μου στο μαλακό χορτάρι, βρήκαν τα δάχτυλά σου
κράτησα το σφυγμό σου μια στιγμή
κι ένιωσα αλλού τον πόνο της καρδιάς σου.
Κάτω από το πλατάνι, κοντά στο νερό, μέσα στις δάφνες
ο ύπνος σε μετακινούσε και σε κομμάτιαζε
γύρω μου, κοντά μου, χωρίς να μπορώ να σ' αγγίξω ολόκληρη,
ενωμένη με τη σιωπή σου
βλέποντας τον ίσκιο σου να μεγαλώνει και να μικραίνει,
να χάνεται στους άλλους ίσκιους, μέσα στον άλλο
κόσμο που σ' άφηνε και σε κρατούσε.
Τη ζωή που μας έδωσαν να ζήσουμε, τη ζήσαμε.
Λυπήσου εκείνους που περιμένουν με τόση υπομονή
χαμένοι μέσα στις μαύρες δάφνες κάτω από τα βαριά πλατάνια
κι όσους μονάχοι τους μιλούν σε στέρνες και σε πηγάδια
και πνίγουνται μέσα στους κύκλους της φωνής.
Λυπήσου το σύντροφο που μοιράστηκε τη στέρησή μας
και τον ιδρώτα
και βύθισε μέσα στον ήλιο σαν κοράκι πέρα απ' τα μάρμαρα,
χωρίς ελπίδα να χαρεί την αμοιβή μας.
Δώσε μας, έξω από τον ύπνο, τη γαλήνη.