εφημερίδα "Πελοπόννησος" 17 Νοεμβρίου 2012 σελίδα 11
Υπόκλιση στην κυρία Μάρω Γαλάνη
του Αντώνη Σκιαθά
Η βροχή, έκανε τη διαδρομή έντονα ποιητική, καθώς η στάση του
αστικού λεωφορείου στο αρχαιολογικό μουσείο και το παιχνίδι
με το παρελθόν και το «θυμάσαι», που επέβαλε ο συνοδός της «μνήμης», συνομίλησαν oυσιαστικά με τη μνήμη των επιβατών και για το βρόχινο νερό της μικρής Τετάρτης, που η Ελλάδα θα εγγραφεί, ως ημέρα μνήμης της απώλειας της πατρίδας, ημέρα ψήφισης
ακόμα ενός μνημονίου.
Η προετοιμασία του κοινού της πολυεπίπεδης παράστασης «Somnus – Mneme», ξεκίνησε από τους εξωτερικούς χώρους της πανεπιστημιακής Γαίας και συνεχίστηκε με αφαιρετικό τρόπο, μέχρι την έναρξη της κειμενικής δράσης στο αμφιθέατρο του βιολογικού.
Η σκηνοθέτης υπηρέτησε το μύθο, του ύπνου ως θάνατο, του ύπνου ως ζωή, του ύπνου ως έρωτα, χρησιμοποιώντας τόσο τους ηθοποιούς όσο και το κοινό της, ως εργαλεία που με τον επιτηδευμένο τρόπο της έκπληξης, που προκάλεσαν οι ανθρώπινες κατασκευές της, τους επέτρεψε να ερωτοτροπήσουν με το υποσυνείδητο και το ασυνείδητοτου βίου τους.
Πολλαπλές performance υψηλότατου αισθητικού ορίζοντα, προετοίμασαν επαρκώς το κοινό της παράστασης για το περιβάλλον που θα υπηρετούσαν ως θεατές.
Τα κόκκινα γάντια «των οδηγών», ισχυρό λάκτισμα στη μνήμη, αλλά και τα χρυσόψαρα στις γυάλες, ισχυρή απόρριψη της καταγεγραμμένης μνήμης, έγιναν τα τοπία του κορμιού που υπηρετώντας την πλαστικότητα της νεότητας, συνομίλησαν με την κίνηση και μάλιστα με την παλινδρομική κίνηση με εργαλεία τα μακριά μαλλιά τη μία φορά, συνομίλησαν με το σκότος ως έντομα στα κάγκελα των μικρών αμφιθεάτρων του βιολογικού την άλλη φορά, συνομίλησαν λοιπόν με το φθαρτό της οίησης του θεατή.
Την τελευταία φορά με το πλιάτσικο της αγκαλιάς που επέβαλε, στους αμήχανα τοποθετημένους στον χώρο ακροατές, που παρaκολουθούσαν το μπουλούκι των τσιρκολάνων να θρηνούν το σώμα, με τους ήχους ενός ακορντεόν και μιας κιθάρας και να ακκίζονται με τη μνήμη μιας παλιακής βεγγέρας.
Η ίδια η σκηνοθέτης μέρος της θεατρικής άσκησης που πρότεινε μας υποδέχθηκε στην είσοδο του ασκητηρίου του έργου της,με την τρωτή εικόνα της «Φρίντα Κάλο»
να υπηρετεί το εφήμερο του σαρκίου.
Μετρώντας τον χρόνο με τον τρόπο του χρονομετρητή, που μονολεκτικά δίνει το ρυθμό στο μαθητευόμενο πιανίστα, προσπάθησε και το κατάφερε να μελοποιήσει την απώλεια της μνήμης, που δίνει το δεξιά αριστερά της παλινδρόμησης, του θέλω δεν θέλω, του γνωρίζω δεν γνωρίζω, του θυμάμαι δεν θυμάμαι.
Τα σώματα των πέντε γυναικών και του ενός άντρα έγιναν εργαλεία της παράστασης που η Γαλάνη,αφαιρώντας τους τη μνήμη της ντροπής και τη συστολή του γυμνού, τα απέθεσε στη σκηνή – εργαστήριο, για να δημιουργήσουν τη μνήμη της παράστασης.
Η ολοκληρωμένη σωματική αφήγηση που πρότεινε η Μάρω Γαλάνη, με το «Somnus- Mneme», συνομιλεί άμεσα με τις φόρμες όλων αυτών των πρωτοποριακών συνθέσεων, που η Νέα Υόρκη, το Βερολίνο, το Λονδίνο προτείνουν στους φιλότεχνους τους αυτό τον καιρό.
Μια βαθιά υπόκλιση στη Δημιουργό λοιπόν που τόλμησε να μας παρουσιάσει τις πρωταγωνίστριες και τον πρωταγωνιστή της με τις μανιέρες του Πάμπλο Πικάσο, του Εντγαρ Ντεγκά, του Ανρί Ματί, του Πολ Σεζάν και του Νικόλαου Εγγονόπουλου, τόλμησε να ανατρέψει τον πραγματικό χρόνο της ψήφισης του μνημονίου 3, της κατάθλιψης, της κρίσης, της απόστασης από το κέντρο της Πάτρας σε ένα υπόγειο του Πανεπιστημίου.
Η δημιουργική έκφραση μπορεί να είναι και πρέπει να είναι, το αντίδοτο στη γραφειοκρατία και τη σήψη που παράγει η εφαρμογή της στη σύγχρονη Ελλάδα.
Χωρίς «κωδονοκρουσίες» και «κλακαδόρους» διαφημιστές, η Μάρω Γαλάνη συνθέτει και οι συνδημιουργοί της πράττουν σε αυτό το συλλογικό έργο.
Διαμορφώνουν και δημιουργούν τόπους μνήμης που εγγράφουν το κάλλος και τη σύνθεση της αρμονίας της δημιουργίας.
Τα σώματα ταλαντώθηκαν μέχρι τη στιγμή της θραύσης τους, τα κείμενα του Δ.Δημητριάδη και Γ. Ζαρκάδη τόλμησαν να ιστορήσουν τη μνήμη και οι μουσικές συνθέσεις του Γ. Μουρτζόπουλου άνοιξαν ορίζοντες στην τεθλασμένη μνήμη των νεκρών και των ζωντανών καθώς γνωρίζουν, για την απ’ εκεί ακτή της γεωγραφίας που προτείνουν οι μελωδίες και οδοιπορούν παράλληλα με το σώμα στους αχέροντες του συνειδητού, σε πλόες
με γνωστά όμως τα προβλήματα της πλεύσης.
Υπόκλιση στην κυρία Μάρω Γαλάνη
του Αντώνη Σκιαθά
Η βροχή, έκανε τη διαδρομή έντονα ποιητική, καθώς η στάση του
αστικού λεωφορείου στο αρχαιολογικό μουσείο και το παιχνίδι
με το παρελθόν και το «θυμάσαι», που επέβαλε ο συνοδός της «μνήμης», συνομίλησαν oυσιαστικά με τη μνήμη των επιβατών και για το βρόχινο νερό της μικρής Τετάρτης, που η Ελλάδα θα εγγραφεί, ως ημέρα μνήμης της απώλειας της πατρίδας, ημέρα ψήφισης
ακόμα ενός μνημονίου.
Η προετοιμασία του κοινού της πολυεπίπεδης παράστασης «Somnus – Mneme», ξεκίνησε από τους εξωτερικούς χώρους της πανεπιστημιακής Γαίας και συνεχίστηκε με αφαιρετικό τρόπο, μέχρι την έναρξη της κειμενικής δράσης στο αμφιθέατρο του βιολογικού.
Η σκηνοθέτης υπηρέτησε το μύθο, του ύπνου ως θάνατο, του ύπνου ως ζωή, του ύπνου ως έρωτα, χρησιμοποιώντας τόσο τους ηθοποιούς όσο και το κοινό της, ως εργαλεία που με τον επιτηδευμένο τρόπο της έκπληξης, που προκάλεσαν οι ανθρώπινες κατασκευές της, τους επέτρεψε να ερωτοτροπήσουν με το υποσυνείδητο και το ασυνείδητοτου βίου τους.
Πολλαπλές performance υψηλότατου αισθητικού ορίζοντα, προετοίμασαν επαρκώς το κοινό της παράστασης για το περιβάλλον που θα υπηρετούσαν ως θεατές.
Τα κόκκινα γάντια «των οδηγών», ισχυρό λάκτισμα στη μνήμη, αλλά και τα χρυσόψαρα στις γυάλες, ισχυρή απόρριψη της καταγεγραμμένης μνήμης, έγιναν τα τοπία του κορμιού που υπηρετώντας την πλαστικότητα της νεότητας, συνομίλησαν με την κίνηση και μάλιστα με την παλινδρομική κίνηση με εργαλεία τα μακριά μαλλιά τη μία φορά, συνομίλησαν με το σκότος ως έντομα στα κάγκελα των μικρών αμφιθεάτρων του βιολογικού την άλλη φορά, συνομίλησαν λοιπόν με το φθαρτό της οίησης του θεατή.
Την τελευταία φορά με το πλιάτσικο της αγκαλιάς που επέβαλε, στους αμήχανα τοποθετημένους στον χώρο ακροατές, που παρaκολουθούσαν το μπουλούκι των τσιρκολάνων να θρηνούν το σώμα, με τους ήχους ενός ακορντεόν και μιας κιθάρας και να ακκίζονται με τη μνήμη μιας παλιακής βεγγέρας.
Η ίδια η σκηνοθέτης μέρος της θεατρικής άσκησης που πρότεινε μας υποδέχθηκε στην είσοδο του ασκητηρίου του έργου της,με την τρωτή εικόνα της «Φρίντα Κάλο»
να υπηρετεί το εφήμερο του σαρκίου.
Μετρώντας τον χρόνο με τον τρόπο του χρονομετρητή, που μονολεκτικά δίνει το ρυθμό στο μαθητευόμενο πιανίστα, προσπάθησε και το κατάφερε να μελοποιήσει την απώλεια της μνήμης, που δίνει το δεξιά αριστερά της παλινδρόμησης, του θέλω δεν θέλω, του γνωρίζω δεν γνωρίζω, του θυμάμαι δεν θυμάμαι.
Τα σώματα των πέντε γυναικών και του ενός άντρα έγιναν εργαλεία της παράστασης που η Γαλάνη,αφαιρώντας τους τη μνήμη της ντροπής και τη συστολή του γυμνού, τα απέθεσε στη σκηνή – εργαστήριο, για να δημιουργήσουν τη μνήμη της παράστασης.
Η ολοκληρωμένη σωματική αφήγηση που πρότεινε η Μάρω Γαλάνη, με το «Somnus- Mneme», συνομιλεί άμεσα με τις φόρμες όλων αυτών των πρωτοποριακών συνθέσεων, που η Νέα Υόρκη, το Βερολίνο, το Λονδίνο προτείνουν στους φιλότεχνους τους αυτό τον καιρό.
Μια βαθιά υπόκλιση στη Δημιουργό λοιπόν που τόλμησε να μας παρουσιάσει τις πρωταγωνίστριες και τον πρωταγωνιστή της με τις μανιέρες του Πάμπλο Πικάσο, του Εντγαρ Ντεγκά, του Ανρί Ματί, του Πολ Σεζάν και του Νικόλαου Εγγονόπουλου, τόλμησε να ανατρέψει τον πραγματικό χρόνο της ψήφισης του μνημονίου 3, της κατάθλιψης, της κρίσης, της απόστασης από το κέντρο της Πάτρας σε ένα υπόγειο του Πανεπιστημίου.
Η δημιουργική έκφραση μπορεί να είναι και πρέπει να είναι, το αντίδοτο στη γραφειοκρατία και τη σήψη που παράγει η εφαρμογή της στη σύγχρονη Ελλάδα.
Χωρίς «κωδονοκρουσίες» και «κλακαδόρους» διαφημιστές, η Μάρω Γαλάνη συνθέτει και οι συνδημιουργοί της πράττουν σε αυτό το συλλογικό έργο.
Διαμορφώνουν και δημιουργούν τόπους μνήμης που εγγράφουν το κάλλος και τη σύνθεση της αρμονίας της δημιουργίας.
Τα σώματα ταλαντώθηκαν μέχρι τη στιγμή της θραύσης τους, τα κείμενα του Δ.Δημητριάδη και Γ. Ζαρκάδη τόλμησαν να ιστορήσουν τη μνήμη και οι μουσικές συνθέσεις του Γ. Μουρτζόπουλου άνοιξαν ορίζοντες στην τεθλασμένη μνήμη των νεκρών και των ζωντανών καθώς γνωρίζουν, για την απ’ εκεί ακτή της γεωγραφίας που προτείνουν οι μελωδίες και οδοιπορούν παράλληλα με το σώμα στους αχέροντες του συνειδητού, σε πλόες
με γνωστά όμως τα προβλήματα της πλεύσης.